Οι νύχτες είναι ζεστές και κόκκινες, σε μεθούν και μετά σε σκοτώνουν.
Αυτός ο αέρας που με χτυπάει κυματίζοντας τα λυτά μου μαλλιά είναι χίλιες δυο απαγορευμένες ανάσες.
Χίλια δυο ανείπωτα λόγια, υπαινιγμοί και κλεφτά βλέμματα.
Δε θυμάμαι μια φορά να μας ονειρεύτηκα ολόκληρους, πάντα κάτι έλειπε.
Κι αν μισόκλεινα τα μάτια μου να δω καλύτερα, τα φώτα της πόλης γίνονταν χιλιάδες μπερδεμένα φωτάκια. Μονόχρωμα. Με ζάλιζαν.
Όλο γράφαμε επιλόγους εμείς, δίχως να ξέρουμε πώς να αρχίσουμε.
Ελπίζω πως μια μέρα θα ξανάρθεις εκεί, και θα σταθείς ακουμπισμένος χαλαρά στον τοίχο σ εκείνη τη στροφή που αράζατε με την παρέα σου συχνά πυκνά τα βράδια. Ελπίζω πως θα γυρίσεις για δευτερόλεπτα, πως θα συναντηθούν ξανά οι ματιές μας όπως τόσες φορές και πως θα μου κλέψεις την ανάσα και θα παγώσεις την καρδιά μου ακαριαία, βίαια. Ξανά.
Ύστερα θα σχολιάσεις κάτι ασήμαντο, μια λεπτομέρεια, τις ιστορίες απ' το μυαλό μου, τις ιστορίες μου γενικά. Και τότε θα κοιτάξεις μέσα μου, μέσα από όλα αυτά, και μόνο εσύ, για πρώτη και τελευταία φορά, θα δεις πόσο διάφανη είμαι.
Και θα καταλάβεις.
Για μια στιγμή δεν θα μπλεχτείς με τις σκέψεις μου, ούτε θα ψάξεις βαθιά στα μυστικά μου.
Θα μου θυμίσεις όσα θέλω να θυμάμαι. Κι εγώ θα αισθανθώ αυτό το υπέροχο σφίξιμο στο στομάχι και τη βεβαιότητα ότι θα'σαι πάντα δικός μου όπως ήσουν τόσα χρόνια κι όπως δεν έγινες ποτέ.
Και τελικά θα νιώσω όπως μετά από κάθε μεταμεσονύχτιο παρτι, ότι περνάει το βράδυ στη στιγμή που λέμε καληνύχτα.
Κι η απουσία σου θα με σκοτώσει ξανά όσο και η παρουσία σου.
Ό,τι με έχει πληγώσει, λάμπει τώρα που είναι νύχτα.
Τα ψέμματά μας, όσο περνάει ο καιρός, γίνονται πιο μελωδικά.
Όμως ίσως, πιο παλιά, να μπορούσαμε να κάνουμε αυτή την εποχή κάτι πιο πολύ.
Ακόμα κι ο ουρανός είναι διαφορετικός.
Και μπορεί τελικά να μην έμεινες εκεί πάνω, αλλά εγώ προσπαθώ να δω όσα περισσότερα ηλιοβασιλέματα προλάβω.
Αιτίες δεν υπάρχουν, και για να μείνω ελεύθερη, δεν τις ψάχνω.