shine

shine

16 Απρ 2011

“Our freedom can be measured by the number of things we can walk away from.”


Δε μπήκα στον κόπο να αναρωτηθώ ποιός της έφταιγε τότε αληθινά. Εγώ, οι φίλοι, ο κόσμος, ο ίδιος της ο εαυτός? Αυτή η αυτοκαταστροφική μανία της, το διαρκές της πάθος για μια διαστρεβλωμένη αντίληψη της πραγματικότητας? Αυτή η ασίγαστη φωνή μέσα στο κεφάλι της που την έσπρωχνε, την καθοδηγούσε τυφλά, την ανάγκαζε να αποσυρθεί, να συρρικνωθεί, να κλειστεί για άλλη μια φορά στους τοίχους του μυαλού της? Ούτε η ίδια θα ήξερε να μου απαντήσει. Έτσι νόμιζα.

Την είδα μετά από κανένα χρόνο στο δρόμο. Περπατούσε με το κεφάλι χαμηλωμένο, με μαλλιά να ανεμίζουν μπροστά στα μάτια της, με γρήγορo βήμα, σαν να την κυνηγούσε ένα αόρατο τέρας έτοιμο να την κατασπαράξει. Είχα καιρό να τη δω, δε μιλούσαμε πια. Σε τηλέφωνα δεν απαντούσε, στην αρχή ήλπιζα παροδικά, μετά πίστεψα ότι πέταξε το κινητό της κάπου αρκετά μακριά ώστε το ανεπιθύμητο βουητό του -θυμάμαι τότε χτυπούσε συνεχώς- να μην ταράζει την τρικυμία των σκέψεών της. Με την ίδια απότομη, σπασμωδική κίνηση που πέταξε, χαράμισε φωνή και ψυχή κλειδώνοντάς τες μέσα στο εξασθενημένο της κορμί . Είχε χαθεί απ' τον κόσμο, σαν ένα δυνατό αεράκι να σήκωσε βίαια τα τελευταία της απομεινάρια, σαν να το άφησε να την παρασύρει στην αφάνεια, σαν να το κάλεσε να τη λυτρώσει. Τα μεγάλα θολά μάτια της ήταν η μόνη ενθύμια ένδειξη του αψεγάδιαστου τότε προσώπου της, που τώρα ολοένα και αποκτούσε μια απόκοσμη, σχεδόν αποκρουστική μορφή.

Για μια στιγμή τυφλώθηκα από τις σκέψεις μου, ένιωσα τρόμο να τη χάσω και πάλι από τα μάτια μου. Με κυρίευσε μια ακατανίκητη επιθυμία να της μιλήσω, να της εξηγήσω, να τη σώσω από αυτή τη ζωή στην οποία κατρακυλούσε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, χωρίς επιστροφή. Ενδιαφέρον, τύψεις, ντροπή? δεν ξέρω τι με ώθησε να ξεστομίσω το όνομά της, να το φωνάξω σαν μια απελπισμένη παράκληση για εξιλέωση. Ξαφνιάστηκε. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή- φαίνεται θα είχε καιρό να το ακούσει. 'Υστερα κοίταξε σχεδόν αδιάφορα προς το μέρος μου. Με αντίκρυσε, έκανε να αποσύρει νωχελικά το βλέμμα της πάλι στο δρόμο, αλλά τα βουρκωμένα της μάτια στράφηκαν ξαφνικά και καρφώθηκαν σχεδόν ακαριαία στο πρόσωπό μου. Ποτέ δε θα την ξεχάσω εκείνο το πρωινό. Είχε μια έκφραση απορίας, σαν να ήμουν μία ακόμη οπτασία από ένα ξένο, κλεμμένο όνειρο. Ίσως κατάφερε τελικά να με σβήσει. Ίσως, ενδόμυχα, και εγώ να το ήθελα. Μα όχι. Συνοφρυώθηκε, τα μάτια της στένεψαν, το βλέμμα της πέταξε σπίθες έντασης. Με κοίταξε σχεδόν αλλαζονικά, ή έτσι φοβήθηκα? Άνοιξα το στόμα μου να ψελλίσω κάτι τετριμμένο, ένα “γειά, όλα καλα?”, κάτι ανώδυνο, αλλά τα λόγια μου είχαν στεγνώσει, κι εγώ πάσχιζα ανώφελα να τα ξεστομίσω. Με μάτια κατακόκκινα με κάρφωνε σαν να με κατηγορούσε, με έκρινε, με σιχαινόταν πια. Ήθελα να ξεσπάσω, να τη χαστουκίσω, να την κάνω να συνέλθει, να την αγκαλιάσω όπως τότε, να της χαϊδέψω τα μαλλιά, ποτέ δεν κατάλαβα τι με συγκράτησε, πώς άντεχα να την έχω τόσο κοντά αλλά σε άλλη διάσταση. Μα σιώπησα. Πριν ακόμα προλάβω να διακρίνω καλά καλά ένα ασημένιο δάκρυ να κυλάει στο αποστεωμένο πρόσωπό της, έκλεισε τα μάτια, χαμογέλασε αμυδρά- με μια ανεπαίσθητη πικρή ειρωνεία, έκανε μεταβολή και αποχώρησε με βιασύνη. Σαν να ήταν χθες, μπορώ σχεδόν ακόμα να νιώσω το αεράκι που σήκωσε να φτύνει στο πρόσωπό μου όσα δεν βγήκαν ποτέ από μέσα της εκείνη τη μέρα. Ένα ρίγος με διαπέρασε, απογοητεύτηκα. Από τον εαυτό μου- και του τότε και του σήμερα.

Αν ήξερα ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα την έβλεπα, ίσως έβρισκα το θάρρος να επιχειρήσω έναν απελπισμένο μονόλογο, μια λαχανιασμένη παράθεση όσων δε με άφησε ποτέ να της εξηγήσω, και όσων λέξεων εγώ δε μπόρεσα ως τότε να βάλω σε σειρά. Ξέρω ότι φαίνεται παράλογο, αλλά ακόμα αναρωτιέμαι αν η ενοχή μού χρεώθηκε αποκλειστικά, ή οικειοθελώς δίκασα τον εαυτό μου. Η σκέψη ότι ακόμα κι αν εγώ την έσπρωξα, έστω και το τελευταίο δευτερόλεπτο μπορούσα να τη γραπώσω και να της κόψω την πτώση ακόμα στριφογυρίζει ακατάπαυστα στο μυαλό μου τις στοιχειωμένες νύχτες. Μετάνιωσα, καταδίκασα τη σιωπή μου. Παλιά, τότε, τώρα -αν μπορούσα- θα έσφιγγα τα δόντια και με κλειστά μάτια θα έφτανα ως την άκρη του νήματος, χωρίς υπεκφυγές, χωρίς πισωγυρίσματα. Έστω για να ξορκίσω τα τέρατα, τις ερυνίες που από τότε μου καταβροχθίζουν τα σωθικά. Είναι εγωιστικό.
Τώρα και ανούσιο.

Πρόσφατα άκουσα ότι έφυγε, οριστικά πλέον. Έλεγαν πως πάντα είχε μια μοναδική, έμφυτη ικανότητα να καταστρέφει τον εαυτό της. Δεν την αδίκησα ποτέ. Μα δεν τους πιστεύω. Αυτή την κοπέλα την ήξερα κάποτε. Και ήξερε να παλεύει. Περήφανη, μόνη. Θα υπάρξει η μέρα που θα την ξαναντικρύσω να περνά με το κεφάλι ψηλά, να χαιρετάει τον κόσμο που τρέχει μπροστά στα μάτια της με ένα λαμπερό χαμόγελο, να χορεύει στα σοκάκια της Αθήνας, να τραγουδάει μέχρι να βραχνιάσει, να σιγομουρμουρίζει ένα σκοπό, να κάνει τη ζωή της στίχους, τραγούδια, ζωγραφιές...

Τα σκηνοθέτησε όλα. Και ξέφυγε.

12 Απρ 2011

“The future is always beginning now.” Cheers



Είναι κάτι βράδια σαν κι αυτό, που δεν περνούν με τίποτα
Που η ακατανίκητη ζάλη και η παραλυσία κάθε σημείου του σώματός σου κάνει το κεφάλι σου να ουρλιάζει, να ωρύεται
Το αισθάνεσαι, βιάζει κάθε σου μόριο, θέλει,απαιτεί να εκραγεί, να σπάσει τη σιωπή, να σκάσει σαν ένα θορυβώδες πυροτέχνημα -στον ουρανό? όχι βέβαια
Να τους αναγκάσει να το προσέξουν, να κοιτάξουν πέρα από όσα συμβατικά, αδιάφορα, ανούσια, οριακά κοιτάζουν -αλλά ποτέ δεν βλέπουν
Σε αναγκάζουν να σύρεις τα απομεινάρια σου πίσω στην πηχτή,αφιλόξενη σκιά ενός μέρους που ακόμα αποκαλείς σπίτι
Παίρνεις βαθιές ανάσες, πνίγεσαι -νομίζεις θα αντέξεις?κανείς δεν μπόρεσε
Το οξυγόνο τελείωσε, πέθανε, όπως πέθανε κι εκείνο το σκίρτημα στην καρδιά σου- ή σε ό,τι τελοσπάντων έχει απομείνει από αυτή
Τώρα ο αέρας σε πνίγει, σου καταβροχθίζει λαίμαργα τα σωθικά, δηλητηριάζει κάθε εκατοστό του κορμιού σου
Τώρα ζεις σε ένα χρυσό μουσικό κουτί, κουρδίζεσαι, τραγουδάς, στριφογυρίζεις, κλείνεις.
Ζεις σε ένα παράλογο θέατρο ατόφιας υποκρισίας και ουτοπικών,ονειρικών καταστάσεων, και όταν η μάσκα πέσει καταλήγεις γυμνός, παρατημένος απ'όλα, παραιτημένος απ τον ίδιο σου τον εαυτό
η ναρκωμένη ακοή σου ακόμα αντιλαμβάνεται ένα παράταιρο, απόκοσμο βουητό- χειροκροτήματα?
Σπάει- ή συνεχίζει?το ίδιο είναι- τη σιωπή
Μέσα σε μια ασπρόμαυρη πόλη που ποτέ δεν κοιμάται, που κυφοκοιτάει λοξά πίσω από τη στροφή
Που σε κρατάει κάτω απ' το νερό με τα δικά σου χέρια
Που παραμονεύει άγρυπνη, ακούραστη, περιμένει να σε φάει ζωντανό
Μάτια ανέκρφαστα, κενά, σφραγισμένα χείλη, ίδιο περπάτημα, ίδια φωνή, μυαλό, ιδέες- μα ποιές ιδέες?
όλους ίδιους σας κατάντησε- σας?μας ήθελα να πω
Στο όνομα της αποδοχής, της νωθρότητας, του φόβου, κάψαμε, καυτηριάσαμε το σεβασμό, την αγάπη, τον αυτοέλεγχο, την αξιοπρέπειά μας, εμάς, χωρίς δεύτερη σκέψη
Πού πήγαν οι φίλοι, τα τραγούδια, τα ξενύχτια, οι αγκαλιές?
Πού είναι η μαγεία που ένιωθες εκείνα τα ήσυχα, φεγγαρόλουστα βράδια με τον εαυτό σου?
Γιατί δεν τη νιώθεις τώρα κι ας συνήθισες στη μοναξιά?
Γιατί ακόμα κι αν το μόνο που σου έχει απομείνει είναι μια τσακισμένη περηφάνεια και ένα τσούρμο ματωμένα όνειρα, ακόμα θυμάσαι, εσύ μονάχα κι όχι αυτοί?- εσύ, ναι, αλλά για πόσο ακόμα?
Αυτή η πραγματικότητα δε χωράει ειλικρίνια, δε χωράει ιπτάμμενα, φτερωτά συναισθήματα
Σου δίνει ψευδαισθήσεις, φυτεύει εικόνες στο μυαλό σου και εσύ νομίζεις ότι ζεις
Ξυπνάς το πρωί και αναρωτιέσαι γιατί δεν είσαι νεκρός ακόμα
Γιατί δε μπορείς να βάλεις τέλος στο μαρτύριό σου, φοβάσαι, ανατριχιάζεις, συμβιβάζεσαι
Διστάζεις να εκφραστείς, αρνείσαι να αποφασίσεις, τρέμεις το αυστηρό βλέμμα, το ειρωνικό χαμόγελο, το δάχτυλο στραμμένο πάνω σου
Την έμαθες τη ζωή, τον έμαθες τον πόνο, κατάντησε ανεπαίσθητος, τον συνηθισες, σε συνήθισες
Ευκολότερα απ' τις υπόλοιπες εναλλακτικές σου, αδιαμφισβήτητα- πραγματικά αναγκάστηκες?
Βαδίζεις παγιδευμένος σε ξένο σώμα, σπασμωδικά πρώτα, τώρα σταθερά, με πυγμή- όχι τη δική σου πάντως
Κάπου κάπου χάνεσαι στους δρόμους με τα φωτεινά νέον σήματα
Αναρρωτιέσαι πόση απόρριψη, πόση ματαιοδοξία, πόσα τρύπια συναισθήματα σου χρεώνει άδικα το ανθρώπινο είδος
Περιπλανιέσαι, η κούραση- όλο και πιο αραιά τώρα τελευταία- σε κάνει να θυμάσαι ότι κάποτε είχες ζωντανές, ανέπαφες αισθήσεις
Μπορούσες να νιώσεις το νερό να γλιστράει μέσ' απ' τα χέρια σου, να ακούσεις την ευτυχία μέσα από ένα απρόσμενο γέλιο, να σπαταλήσεις ώρες κάνοντας αστείες ευχές σε πεφταστέρια, να μυρίσεις την άνοιξη καθώς κυλιέσαι με τα χέρια ανοιχτά σε ένα ολάνθιστο λιβάδι, να να να... -ξεθώριασαν
Αμφιταλαντεύεσαι πού και πού
Αναρωτιέσαι αν τελικά όλα αυτά ήταν ένα ντελικάτο αστείο, μια ψευδαίσθηση, ένα αριστούργημα όσης φαντασίας σου απέμεινε
Αλλά τώρα η πραγματικότητα είναι η παραίσθηση, οι χειρότεροι εφιάλτες σου, το σκοτεινό,γεμάτο αίματα υποσεινήδητό σου, χωρίς σημείο καμπής
Ακόμα επιμένεις να αναζητάς ένα μετέωρο γιατί-και δεν θα ξυπνήσεις

Αθήνα, 12 Απριλίου 2076


1 Απρ 2011

"Be true to yourself, and if you cannot put your heart in it, take yourself out of it"

Κάτι τέτοιες στιγμές είναι πάντα. Είναι που φαίνομαι χαριτωμένη και ευγενική, είναι που πασχίζω, που προσποιούμαι ότι αντέχω ακόμα να τραβάω με γυμνά χέρια στην επιφάνεια το κοριτσάκι με τους εκλεπτυσμένους τρόπους και το μόνιμο, λαμπερό, όμορφο χαμόγελο. Σαν να το χρειάζομαι, να το επιζητώ παράφορα, να κρέμομαι, να γαντζώνομαι στην ηρεμία και τη συμβατικότητά του. Το εξιλαστήριο θύμα για την κάθε πικρή, παιδική, χαραμισμένη αθωότητα και το κάθε τρύπιο συναίσθημά σας. Όλα τα ανέχεται, όλα τα αντέχει η μικρή τρελή.

Μα τώρα το μυαλό μου πάει να σπάσει. Κάτι τέτοιες στιγμές είναι που θέλω να ουρλιάξω, να βγω έξω, να σας φωνάξω κατάμουτρα τι κρύβεται πίσω από το υστερικό μου πρόσωπο, να σας πετάξω τη μαγεία που τσιτσιρίζει στα ακροδάχτυλά μου μες στα μάτια σας, να πετάξω ό,τι βρω μπροστά μου στην κυριλάτη ζωή σας, τη γεμάτη εγωιστική αναισθησία και μασκαρεμένη αθωότητα, να σας φτύσω ένα τσούρμο συμπιεσμένες λέξεις για όσα δεν θα μπορέσετε ποτέ να νιώσετε, να σκίσω σε χίλια κομμάτια την ψευτοπερηφάνεια σας, αυτόν τον περίφημο εγωισμό σας, τον ανώτερό σας χαρακτήρα και να χοροπηδήσω με μανία ατόφιας ευτυχίας πάνω στα κομματάκια τους.

Τα χέρια μου κουράζονται, κουράστηκαν καιρό τώρα. Η ψυχή, η σκέψη, το μυαλό μου, όλο μου το είναι κουράστηκε. Τώρα που το κοριτσάκι μεγάλωσε, έζησε, σε κάθε ξέσπασμά μου τη φέρνω όλο και πιο κοντά στη δική μου αλήθεια, τη συνειδητοποιημένη, προσωπική μου πραγματικότητα. Εξάλλου, μετά από καθετί οριστικό και τελεσίδικο, πάντα μένουμε μόνες μας, εγώ και ο εαυτός μου. Χωρίς υπαινιγμούς, χωρίς ψευτιές, με διάφανα ειλικρινή αισθήματα,να κοιτιόμαστε κατάματα. Και χαμογελάμε με μια αίσθηση ανακούφισης, λύτρωσης, νιώθοντας δυνατές. Ότι παίξαμε δίκαια, σωστά, και κερδίσαμε ακόμα κι αν τσαλαπατηθήκαμε, ακόμα κι αν χάσαμε ή επιζήσαμε με τους δικούς τους όρους. Κερδίσαμε γιατί αγγίξαμε τα μικροσκοπικά μας χέρια μέσα από ένα καθρέφτη, γιατί μας έπνιξε το ίδιο αναφιλητό κάτω απ'το πάπλωμα, γιατί μοιραστήκαμε το ίδιο φωτεινό χαμόγελο, την ίδια σπίθα στα νεραϊδίστικά μας μάτια στο τέλος μιας τραγωδίας.

Με ξέρω καλύτερα τώρα, ευχαριστώ και αντίο. Και αν τα σπασμένα μου φτερά δεν μπορούν πια να με σηκώσουν, στη σκιά μου φαίνονται άθικτα.