shine

shine

11 Σεπ 2011

Cause soulmates never die-



Πάντα ήτανε της άποψης ότι όσο υπάρχουν δρόμοι θα υπάρχει και ο προορισμός. Μα ποτέ δεν καταλάβαινα αυτή την υπερβολική, σχεδόν απεγνωσμένη της προσπάθεια να τραβάει τις καταστάσεις απ' τα μαλλιά, να τις ανακυκλώνει επανειλημμένα ώσπου να τσακίσει την υγεία και το μυαλό της. Αδυνατούσα να αντιληφθώ γιατί ήταν τόσο αδιάλλακτη, το λόγο που της απαγόρευε να βάλει τελεία και παύλα σε τραγούδια που καταντούσαν να γίνονται ο ολόισιος ήχος ενός καρδιογραφήματος-του δικού της. Και δεν ήταν στο χαρακτήρα της οι εξηγήσεις.
Θυμάμαι την είχα δει μια φορά τυχαία στα βραχάκια στο Μοναστηράκι στραμμένη προς την όμορφη θέα, να κοιτάζει αφηρημένα το κενό. Ήξερα ότι ήταν το αγαπημένο της ησυχαστήριο- το στέκι της τα όμορφα βράδια μα ξαφνικά τη λυπήθηκα βλέποντάς την έτσι ολομόναχη. Σχεδόν αθόρυβα πήγα και κάθισα πλάι της, μη έχοντας ιδέα τι έπρεπε να ξεστομίσω. Κατά βάθος, ήμουν σίγουρη ότι τίποτα δε θα την έβγαζε αυτή τη φορά ούτε απ' την περιστασιακή νιρβάνα της, ούτε από τη σήψη που είχε αρχίσει να υφίσταται μέσα και έξω, και που γινόταν εμφανέστερη μέρα με τη μέρα. Γύρισα απρόθυμα το κεφάλι για να ψελλίσω κάτι τυπικό, αλλά εκείνη έκλεισε απότομα τα μάτια, και μικρές ανεπαίσθητες ρυτίδες εμφανίστηκαν γύρω τους, λες και τα εξανάγκαζε, απαιτούσε να μην στάξουν ούτε στιγμή. Σιώπησα. Όταν ξανακοίταξε την πολύχρωμη Αθήνα με τα φωτεινά λαμπιόνια που ανέπνεε στο δικό της ρυθμό κάτω απ' τα πόδια μας -μπορούσα ν' ακούσω την καρδιά της να χτυπά τόσο δυνατά που νόμιζα ότι θα σπαγε σε χίλια δυο κομματάκια- τα μάτια της ήταν πεντακάθαρα, γυάλινα. Αν και ο αέρας φυσούσε μανιωδώς μαστιγώνοντας αλύπητα τα πρόσωπά μας, μπόρεσα να ακούσω τα λόγια της πριν χαθούν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
“Μη με φοβάσαι, αντέχω. Γιατί μόνο αν μου γκρεμίσουν τον κόσμο, ίσως τότε να μπω στον κόπο να τον ξαναφτιάξω απ'την αρχή”

Τον ήξερα καλα αυτόν τον περίφημο, νεόκτιστο κόσμο της. Ήταν λες κι έβλεπε τα πάντα μέσα από ένα τεράστιο μεγενθυτικό φακό, λες και ήθελε να ρουφήξει λαίμαργα τη ζωή μέσα από ένα στριφογυριστό καλαμάκι, λες και οι μέρες δεν θα της έφταναν ποτέ για να γελάσει δυνατά, να ονειρευτεί με τα μάτια ανοιχτά, για να τραγουδήσει στους δρόμους, να χορέψει σαν να μην κοιτάει κανείς, να ζωγραφίσει με πολύχρωμα πινέλα τη δική της πραγματικότητα. Θυμάμαι τις φορές που επέστρεφα σπίτι απερίγραπτα εξουθενωμένη, με ακατάστατα μαλλιά και πόδια που δεν θα άντεχαν δευτερόλεπτο παραπάνω να με κρατήσουν όρθια, ένα κουρασμένο αιώνιο χαμόγελο και μια μόνιμη ζάλη στο κεφάλι -πίναμε δεν πίναμε.
Καθόμασταν με τις ώρες στα βραχάκια και ατενίζαμε τον ουρανό και τα φώτα. Ακτινοβολούσε ευτυχία κι ας παραπονιόταν πάντα για να αόρατα αστέρια στον αρρωστημένο ουρανό της μουντής πόλης. Φλυαρούσε ακατάπαυστα για μουσική, ταινίες, βιβλία, ζωγραφική, οτιδήποτε έβρισκε ενδιαφέρον κατά καιρούς ή και ταυτόχρονα, και με συνέπαιρνε η ασίγαστη επιθυμία της να μαθαίνει τα πάντα. Εκεί ταιριάζαμε, αλλά υπήρξα μια μέση, ήρεμη κατάσταση, ενώ αυτή πάντα λευκό ή μαύρο. Της μιλούσα για τη ζωή μου, τους έρωτές μου, τα όνειρά μου, και λάτρευα να τη βλέπω να παίρνει το χαρακτηριστικό της βλέμμα του εμπειρογώμονα, να μου απαντάει λες κι έχει ζήσει χίλιες δυο ζωές παραπάνω- κάτι που δεν εξακρίβωσα ποτέ γιατί δεν μπήκα στον κόπο να μετρήσω τους κόσμους της στα βιβλία και τις ταινίες της- και μετά να γελάει δυνατά λέγοντάς μου ότι κανείς δε χάνει το δρόμο του αν ξέρει να διαβάζει τα αστέρια. Κι ήταν σίγουρη πως μπορούσα.

“Ξέρεις κάτι? Κάπου υπάρχει και το δικό μου παραμύθι και θα πάω να το βρω!”
Η εικόνα της να πετάγεται όρθια με έναν απερίγραπτο ενθουσιασμό στα φωτεινά της μάτια και να το φωνάζει με όλη της τη δύναμη με στοιχειώνει μέχρι σήμερα τις μέρες που νιώθω ότι θέλω να τα παρατήσω όλα, να τρέξω να κρυφτώ κάπου και να αφήσω τη ζωή μου έρμαιο στη θυελλώδη μοίρα της. Μου δίνει δύναμη, με σπρώχνει να ψηλαφήσω, ν' ανοίξω τα μάτια μου κ να προχωρήσω μπροστά, να πάρω το αύριο στα χέρια μου. 

Δε σκεφτόταν ποτέ ανοιχτά και ουδέποτε κατάλαβα τι προκαλούσε αυτές τις αλεπάλληλες συναισθηματικές της μεταπτώσεις. Στις παρέες φαινόταν πρόσχαρη και διαχυτική. Για το δεύτερο είχα πειστεί ότι είτε ήταν απλά φιλική σε παρεξηγήσιμο βαθμό, είτε οι άλλοι το έβλεπαν έτσι. Όσον αφορά το χαμόγελό της, μετά από αρκετό καιρό κατόρθωσα να αναγνωρίζω πότε βίαζε τα χείλη της να το σχηματίσουν και πότε απλά το ακτινοβολούσε. Μπορεί να υποστήριζε ότι όλα είναι μέσα στο παιχνίδι, ότι όλα γίνονται για καλό, ότι σε κάποια άλλη ζωή θα δικαιωνόταν και αυτό της αρκούσε, αλλά εγώ ήξερα ότι υπήρχαν πράγματα απ' τα οποία δεν μπορούσε να ξεφύγει κι ας μην το παραδέχτηκε ποτέ. Καταστάσεις, εικόνες, πράξεις, άτομα περνούσαν, και πλέον το γώριζα απ' το ανεπαίσθητο σκίσιμο στα μάτια της ή το απαλό της βλέμμα ποιον μισούσε και με ποιον ήταν ερωτευμένη, αλλά δεν της το είπα ποτέ. Γιατί με όλους φαινόταν άσπρο εξωτερικά,μα εγώ ήξερα το μικρό της μυστικό.



Πέρασε καιρός από τότε, αλλά περπατώντας τυχαία στα παλιά μας λημέρια χαμογέλασα, με κυρίευσε μια ενδόμυχη επιθυμία να μάθω νέα της. Δεν χαθήκαμε ποτέ στα τυπικά, αλλά ήθελα πίσω τη φιλία μας που ξεθώριασε, όλες αυτές τις ατέλειωτες συζητήσεις μας ως το πρωί, τις βόλτες, τα γέλια, τα ξενύχτια, τους φοιτητικούς έρωτές μας. Ήθελα να τη ρωτήσω αν βρήκε τελικά αυτό το περηβόητο παραμύθι της, αν διασκεδάζει μέχρι να λιώσει, αν ακόμα κλείνεται περιστασιακά στον εαυτό της, αν τα μάτια της λάμπουν ακόμα στη θέα εκείνου του νεαρού.
Θυμάμαι εκείνο το πρωινό στο σπίτι μου που τη νόμισα εξαφανισμένη γιατί κοιμήθηκε κατάχαμα στο μπαλκόνι για να βλέπει τον ουρανό. Μου είχε υποσχεθεί ότι δε θα την έχανα ποτέ. Γιατί τους καλούς φίλους τους βλέπεις θες δε θες παντού στη ζωή σου,τη σημαδεύουν απ' άκρη σ' άκρη. 
Κι αν ζει ακόμα στις αναμνήσεις μου, στα ενδιαφέροντά μας, στις εμπειρίες μας, στον τρόπο που βλέπω τον κόσμο και τα καθημερινά μικροσκοπικά του θαύματα, δεν έφυγε ποτέ.



για τη φίλη μου