Δε μπήκα στον κόπο να αναρωτηθώ ποιός της έφταιγε τότε αληθινά. Εγώ, οι φίλοι, ο κόσμος, ο ίδιος της ο εαυτός? Αυτή η αυτοκαταστροφική μανία της, το διαρκές της πάθος για μια διαστρεβλωμένη αντίληψη της πραγματικότητας? Αυτή η ασίγαστη φωνή μέσα στο κεφάλι της που την έσπρωχνε, την καθοδηγούσε τυφλά, την ανάγκαζε να αποσυρθεί, να συρρικνωθεί, να κλειστεί για άλλη μια φορά στους τοίχους του μυαλού της? Ούτε η ίδια θα ήξερε να μου απαντήσει. Έτσι νόμιζα.
Την είδα μετά από κανένα χρόνο στο δρόμο. Περπατούσε με το κεφάλι χαμηλωμένο, με μαλλιά να ανεμίζουν μπροστά στα μάτια της, με γρήγορo βήμα, σαν να την κυνηγούσε ένα αόρατο τέρας έτοιμο να την κατασπαράξει. Είχα καιρό να τη δω, δε μιλούσαμε πια. Σε τηλέφωνα δεν απαντούσε, στην αρχή ήλπιζα παροδικά, μετά πίστεψα ότι πέταξε το κινητό της κάπου αρκετά μακριά ώστε το ανεπιθύμητο βουητό του -θυμάμαι τότε χτυπούσε συνεχώς- να μην ταράζει την τρικυμία των σκέψεών της. Με την ίδια απότομη, σπασμωδική κίνηση που πέταξε, χαράμισε φωνή και ψυχή κλειδώνοντάς τες μέσα στο εξασθενημένο της κορμί . Είχε χαθεί απ' τον κόσμο, σαν ένα δυνατό αεράκι να σήκωσε βίαια τα τελευταία της απομεινάρια, σαν να το άφησε να την παρασύρει στην αφάνεια, σαν να το κάλεσε να τη λυτρώσει. Τα μεγάλα θολά μάτια της ήταν η μόνη ενθύμια ένδειξη του αψεγάδιαστου τότε προσώπου της, που τώρα ολοένα και αποκτούσε μια απόκοσμη, σχεδόν αποκρουστική μορφή.
Για μια στιγμή τυφλώθηκα από τις σκέψεις μου, ένιωσα τρόμο να τη χάσω και πάλι από τα μάτια μου. Με κυρίευσε μια ακατανίκητη επιθυμία να της μιλήσω, να της εξηγήσω, να τη σώσω από αυτή τη ζωή στην οποία κατρακυλούσε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, χωρίς επιστροφή. Ενδιαφέρον, τύψεις, ντροπή? δεν ξέρω τι με ώθησε να ξεστομίσω το όνομά της, να το φωνάξω σαν μια απελπισμένη παράκληση για εξιλέωση. Ξαφνιάστηκε. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή- φαίνεται θα είχε καιρό να το ακούσει. 'Υστερα κοίταξε σχεδόν αδιάφορα προς το μέρος μου. Με αντίκρυσε, έκανε να αποσύρει νωχελικά το βλέμμα της πάλι στο δρόμο, αλλά τα βουρκωμένα της μάτια στράφηκαν ξαφνικά και καρφώθηκαν σχεδόν ακαριαία στο πρόσωπό μου. Ποτέ δε θα την ξεχάσω εκείνο το πρωινό. Είχε μια έκφραση απορίας, σαν να ήμουν μία ακόμη οπτασία από ένα ξένο, κλεμμένο όνειρο. Ίσως κατάφερε τελικά να με σβήσει. Ίσως, ενδόμυχα, και εγώ να το ήθελα. Μα όχι. Συνοφρυώθηκε, τα μάτια της στένεψαν, το βλέμμα της πέταξε σπίθες έντασης. Με κοίταξε σχεδόν αλλαζονικά, ή έτσι φοβήθηκα? Άνοιξα το στόμα μου να ψελλίσω κάτι τετριμμένο, ένα “γειά, όλα καλα?”, κάτι ανώδυνο, αλλά τα λόγια μου είχαν στεγνώσει, κι εγώ πάσχιζα ανώφελα να τα ξεστομίσω. Με μάτια κατακόκκινα με κάρφωνε σαν να με κατηγορούσε, με έκρινε, με σιχαινόταν πια. Ήθελα να ξεσπάσω, να τη χαστουκίσω, να την κάνω να συνέλθει, να την αγκαλιάσω όπως τότε, να της χαϊδέψω τα μαλλιά, ποτέ δεν κατάλαβα τι με συγκράτησε, πώς άντεχα να την έχω τόσο κοντά αλλά σε άλλη διάσταση. Μα σιώπησα. Πριν ακόμα προλάβω να διακρίνω καλά καλά ένα ασημένιο δάκρυ να κυλάει στο αποστεωμένο πρόσωπό της, έκλεισε τα μάτια, χαμογέλασε αμυδρά- με μια ανεπαίσθητη πικρή ειρωνεία, έκανε μεταβολή και αποχώρησε με βιασύνη. Σαν να ήταν χθες, μπορώ σχεδόν ακόμα να νιώσω το αεράκι που σήκωσε να φτύνει στο πρόσωπό μου όσα δεν βγήκαν ποτέ από μέσα της εκείνη τη μέρα. Ένα ρίγος με διαπέρασε, απογοητεύτηκα. Από τον εαυτό μου- και του τότε και του σήμερα.
Αν ήξερα ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα την έβλεπα, ίσως έβρισκα το θάρρος να επιχειρήσω έναν απελπισμένο μονόλογο, μια λαχανιασμένη παράθεση όσων δε με άφησε ποτέ να της εξηγήσω, και όσων λέξεων εγώ δε μπόρεσα ως τότε να βάλω σε σειρά. Ξέρω ότι φαίνεται παράλογο, αλλά ακόμα αναρωτιέμαι αν η ενοχή μού χρεώθηκε αποκλειστικά, ή οικειοθελώς δίκασα τον εαυτό μου. Η σκέψη ότι ακόμα κι αν εγώ την έσπρωξα, έστω και το τελευταίο δευτερόλεπτο μπορούσα να τη γραπώσω και να της κόψω την πτώση ακόμα στριφογυρίζει ακατάπαυστα στο μυαλό μου τις στοιχειωμένες νύχτες. Μετάνιωσα, καταδίκασα τη σιωπή μου. Παλιά, τότε, τώρα -αν μπορούσα- θα έσφιγγα τα δόντια και με κλειστά μάτια θα έφτανα ως την άκρη του νήματος, χωρίς υπεκφυγές, χωρίς πισωγυρίσματα. Έστω για να ξορκίσω τα τέρατα, τις ερυνίες που από τότε μου καταβροχθίζουν τα σωθικά. Είναι εγωιστικό.
Τώρα και ανούσιο.
Πρόσφατα άκουσα ότι έφυγε, οριστικά πλέον. Έλεγαν πως πάντα είχε μια μοναδική, έμφυτη ικανότητα να καταστρέφει τον εαυτό της. Δεν την αδίκησα ποτέ. Μα δεν τους πιστεύω. Αυτή την κοπέλα την ήξερα κάποτε. Και ήξερε να παλεύει. Περήφανη, μόνη. Θα υπάρξει η μέρα που θα την ξαναντικρύσω να περνά με το κεφάλι ψηλά, να χαιρετάει τον κόσμο που τρέχει μπροστά στα μάτια της με ένα λαμπερό χαμόγελο, να χορεύει στα σοκάκια της Αθήνας, να τραγουδάει μέχρι να βραχνιάσει, να σιγομουρμουρίζει ένα σκοπό, να κάνει τη ζωή της στίχους, τραγούδια, ζωγραφιές...
Τα σκηνοθέτησε όλα. Και ξέφυγε.