Ξανά εδώ. Μου είναι αδύνατο να θυμηθώ πόσες ώρες έφυγαν κοιτώντας αφηρημένα τη μικρή σχισμή στον τοίχο. Παραιτημένα, ανούσια. Το βουητό στα αυτιά μου συνεχίζει. Πάει καιρός που νιώθω ξένο το σώμα μου. Που το μυαλό μου αρνείται να συμβαδίσει με τη ζωή μου. Την καινούρια μου ζωή. Αυτή με το ρυθμό σαν ολόισιο καρδιογράφημα, με την αδιάκοπη νεκρική σιγή του μεσονυχτίου. Ξέρεις ότι μιλάω για σένα. Ξέρεις ότι σωπαίνω ουρλιάζοντας όσα δεν μπορώ να αρθρώσω. Σωπαίνω πνίγοντας ένα αναφιλητό που ακόμα θέλει να σκίσει το λαιμό μου. Αυτό που δεν πρόλαβε να γίνει ένα πολύχρωμο χαμόγελο, ένα ηλιόλουστο γέλιο ένα ανοιξιάτικο πρωινό, μια μελωδία ένα ήσυχο βράδυ, με μένα να ισορροπώ σ' ένα βράχο ή να κρέμομαι από τον ουρανό, στριγγλίζοντας την ευτυχία μου, κ εσύ εκεί, πάντα εκεί...
Φύγε, η φωνή σου τσιρίζει μέσα μου καθώς γυρνώ σε ξέφρενους ρυθμούς τα ματωμένα σου λόγια σαν μια απαίσια παλιά κασέτα στο μυαλό μου. Δεν ξέρω ποιον σιχαίνομαι περισσότερο, τον εαυτό μου ή εσένα, την επιτάχυνση των σφυγμών μου τις ελάχιστες φορές που σ' αντίκρισα ή τη σκιά σου να ανεβοκατεβαίνει στα μπάσα ενός ρυθμού που το μυαλό μου αρνείται πεισματικά να διαγράψει. Όχι άλλο αίμα, όχι, δε θέλω, δε μπορώ να ακούσω άλλα, φτάνει. Έλα ,να μου χαϊδέψεις τα μαλλιά, να τα κάνεις και πάλι μακριά και όμορφα, δεν αντέχω άλλο αίμα στο πρόσωπό μου, αντίκρυσέ με πέρα από το προσωπείο που άθελά μου μου φορέσανε, και πέρα από αυτό που διάλεξα για να αντέξω τα ψέμματά σου, τον εαυτό μου και τα ματαιωμένα μου αισθήματα. Θέλω η καρδιά μου να σκάσει πάλι σαν ένα πολύχρωμο πυροτέχνημα, να ακουστεί σαν μια απρόσμενη μελωδία ένα αφέγγαρο αυγουστιάτικο βράδυ. Θέλω να τραγουδήσω όπως παλιά, τίποτα δεν μας ήταν αρκετό...
Μα η φωνή μου δε βγαίνει πια. Σπασμωδικά οι λέξεις μου δε σχηματίζουν πια πολύχρωμες εικόνες. Το αεράκι που μου ανέμιζε τα μαλλιά και ταξίδευε τις σκέψεις μου σε αερόστατο φυλακίστηκε σε ένα γυάλινο κουτί. Πάει καιρός που είχα να σου γράψω, ίσως είχα συνηθίσει να μη σε αντικρίζω πλέον ούτε στα όνειρά μου, βυθισμένη στην ατέρμονη μοναξιά τους. Τώρα πονάω. Το αλκοόλ κυλάει στο αίμα μου, παραλύοντας τις αισθήσεις μου και δηλητηριάζοντας το κορμί μου. Με αναγκάζει να κλείσω τα μάτια μου, να περιμένω ένα θολό, άδοξο όνειρο να έρθει να με σώσει.
Θέλω να σου φωνάξω να σκάσεις, θέλω να νευριάσω, να ουρλιάξω, να βρίσω, να νιώσω ότι είμαι ζωντανή, δεν αντέχω άλλο να μισοϋπάρχω. Παραπατάω, τρεκλίζω, πέφτω, τα αυτιά μου, βγάλτε επιτέλους αυτό το ρυθμό από το κεφάλι μου! Ανασαίνω, δε θα ηρεμήσω, η καρδιά μου χτυπάει παλαβά, θα σπάσει, σπάω. Ένα ένα πέφτουν κομματάκια απ' το σώμα μου. Αφήνω στάμπες από αίμα καθώς σέρνω τα απομεινάρια μου στο ξύλινο πάτωμα. Το πατζούρι ματώνει, το ραγισμένο χέρι μου το σπρώχνει με θυμό, ξεσπάει, αυτό που κάποτε τραγουδούσε μελωδίες για πεταλούδες και ανεμοθύελλες. Τα ουρλιαχτά μου σκίζουν τη σιωπή, τα δάκρυά μου χτυπούν βίαια το τσιμέντο, το φεγγάρι ματώνει, ο ουρανός σβήνει. Το μπαλκόνι που αιωρείται, τώρα μόνοι μας, εγώ και αυτό. Όχι άλλα κάγκελα, βγάλτε με από αυτή τη φυλακή, θέλω να πετάξω ελεύθερη στο θλιμμένο ουρανό, ποτέ δε θα σε ξαναδώ, ποτέ δε θα σαι ο ίδιος. Τα μάτια μου είναι θολά, μια ανάμειξη πράσινου και κόκκινου, και ο δρόμος τώρα φαντάζει πιο κοντά από ποτέ. Θέλω να τρέξω με τα χέρια ανοιχτά, να στριγγλίσω απ' τα γέλια, να τραγουδήσω πάνω στα ηλιόλουστα μονοπάτια του. Κάνω ένα βήμα ακόμα, θα τον φτάσω, ο αέρας έσπασε τη φυλακή του και ήρθε να με χαϊδέψει. Ξέρω τι κάνω, μη με φοβάσαι. Πούλησες την ψυχή σου στα ψέμματα, πουλάω τη ζωή μου στην ελευθερία μου. Πέταξα επιτέλους-
Μα η φωνή μου δε βγαίνει πια. Σπασμωδικά οι λέξεις μου δε σχηματίζουν πια πολύχρωμες εικόνες. Το αεράκι που μου ανέμιζε τα μαλλιά και ταξίδευε τις σκέψεις μου σε αερόστατο φυλακίστηκε σε ένα γυάλινο κουτί. Πάει καιρός που είχα να σου γράψω, ίσως είχα συνηθίσει να μη σε αντικρίζω πλέον ούτε στα όνειρά μου, βυθισμένη στην ατέρμονη μοναξιά τους. Τώρα πονάω. Το αλκοόλ κυλάει στο αίμα μου, παραλύοντας τις αισθήσεις μου και δηλητηριάζοντας το κορμί μου. Με αναγκάζει να κλείσω τα μάτια μου, να περιμένω ένα θολό, άδοξο όνειρο να έρθει να με σώσει.
Θέλω να σου φωνάξω να σκάσεις, θέλω να νευριάσω, να ουρλιάξω, να βρίσω, να νιώσω ότι είμαι ζωντανή, δεν αντέχω άλλο να μισοϋπάρχω. Παραπατάω, τρεκλίζω, πέφτω, τα αυτιά μου, βγάλτε επιτέλους αυτό το ρυθμό από το κεφάλι μου! Ανασαίνω, δε θα ηρεμήσω, η καρδιά μου χτυπάει παλαβά, θα σπάσει, σπάω. Ένα ένα πέφτουν κομματάκια απ' το σώμα μου. Αφήνω στάμπες από αίμα καθώς σέρνω τα απομεινάρια μου στο ξύλινο πάτωμα. Το πατζούρι ματώνει, το ραγισμένο χέρι μου το σπρώχνει με θυμό, ξεσπάει, αυτό που κάποτε τραγουδούσε μελωδίες για πεταλούδες και ανεμοθύελλες. Τα ουρλιαχτά μου σκίζουν τη σιωπή, τα δάκρυά μου χτυπούν βίαια το τσιμέντο, το φεγγάρι ματώνει, ο ουρανός σβήνει. Το μπαλκόνι που αιωρείται, τώρα μόνοι μας, εγώ και αυτό. Όχι άλλα κάγκελα, βγάλτε με από αυτή τη φυλακή, θέλω να πετάξω ελεύθερη στο θλιμμένο ουρανό, ποτέ δε θα σε ξαναδώ, ποτέ δε θα σαι ο ίδιος. Τα μάτια μου είναι θολά, μια ανάμειξη πράσινου και κόκκινου, και ο δρόμος τώρα φαντάζει πιο κοντά από ποτέ. Θέλω να τρέξω με τα χέρια ανοιχτά, να στριγγλίσω απ' τα γέλια, να τραγουδήσω πάνω στα ηλιόλουστα μονοπάτια του. Κάνω ένα βήμα ακόμα, θα τον φτάσω, ο αέρας έσπασε τη φυλακή του και ήρθε να με χαϊδέψει. Ξέρω τι κάνω, μη με φοβάσαι. Πούλησες την ψυχή σου στα ψέμματα, πουλάω τη ζωή μου στην ελευθερία μου. Πέταξα επιτέλους-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου