Μεγάλωσα.
Νιώθω σαν κάποιος να με τράβηξε βίαια από κάθε εκατοστό του κορμιού μου και να μου άρπαξε με το έτσι θέλω και τα τελευταία απομεινάρια της παλιάς, χαμένης, παιδικής μου αθωότητας.
Δε θυμάμαι πότε σταμάτησα να πιστεύω στα παραμύθια, αλλά στην αγάπη δεν είχα πάψει να πιστεύω - να ελπίζω- ποτέ. Ίσως γιατί καθώς περνούσαν τα χρόνια, εβλεπα τον κόσμο να αλλάζει έξω και μέσα μου. Έβλεπα το παρελθόν όλων μας και γελούσα, όπως τη χαζή μικρή ιστορία που λάτρευα κάποτε και τώρα που τη διαβάζω μου ακούγεται γελοία, είμαι “ώριμη πια”. Κι αυτό γιατί όσο περνούσε ο καιρός ξεχνούσα αυτά που πέρασα, το πόσο έντονα τα έζησα, πόσο απογοητεύτηκα, πόσο ευτυχισμένη έγινα. Καλύπτονταν με μια στρώση σκόνης, λησμονιάς, κι ύστερα με άλλη μια, κ άλλη μια. Πάντα ήταν το καλύτερο εκεί έξω, και τώρα αρχίζει η ζωή, που τώρα έμαθα, που τώρα νιώθω, που τώρα θα παλέψω.
Πίστευα στους ανθρώπους τυφλά, εμπιστευόμουν, μιλούσα όσο πιο ειλικρινά μπορούσα να ξεστομίσω και μπορούσαν να ακούσουν, έβγαινα, καυγάδιζα έντονα, παθιασμένη όπως πάντα με τις απόψεις μου ακόμα κι αν ήταν λάθος, έκανα τα όνειρά μου για αυτούς τραγούδια, λέξεις, κρυφά χαμόγελα ευτυχίας ή παραίτησης σ' ένα μουντό φόντο.
Κάτι έσπασε μέσα μου. Θρυμματίστηκε σε χίλια δυο κομματάκια κι έφυγε απ' το σώμα μου, γλίστρησε μεσα απ' τα χέρια μου και παρασύρθηκε απ΄το δυνατό άνεμο ένα συννεφιασμένο απόγευμα.
Σαν να ξυπνάω κάθε πρωί παλεύοντας να ανοίξω τα κατακόκκινά μου μάτια, να θέλω να πετάξω τα σκεπάσματα από πάνω μου αλλά αυτά να αντιστέκονται, να με πνίγουν, να ασφυκτυώ, το δωμάτιο γυρίζει, αχ πόσο θα 'θελα να δω τον όμορφο φθινοπωρινό ήλιο αλλά ζαλίζομαι και το σφίξιμο δε λέει να φύγει, σαν το κρεβάτι να θέλει να με καταπιεί, να στραγγίξει το κορμί μου στάλα στάλα.
Νιώθω να θέλω να γυρίσω το χρόνο πίσω, σε μέρες που περάσαν και φύγαν, να τις αγκαλιάσω, να τις ζήσω όπως τους άξιζε, να διορθώσω τόσα και τόσα, να το κάνω για μένα. Ίσως πάντα φοβόμουν τις αλλαγές κι ανεχόμουν οτιδήποτε δεν παρέκλινε αισθητά από το παρελθόν. Ίσως γιατί κάποτε ήρθαν τα πάνω κάτω και ταρακουνήθηκα τόσο που κρύφτηκα συρρικνώνοντας το κορμί μου σε μια σκοτεινή γωνιά για να μαζέψω δυνάμεις να ξαναντικρύσω πάλι το φως, με τα παλιά μου μάτια.
Μα δεν υπάρχουν τελικά σωστές και λάθος επιλογές. Στο ανοιγόκλεισμα των ματιών σου μπορεί να αλλάξει ολόκληρος ο κόσμος, ή μπορεί να αλλάξεις μόνο εσύ. Ζήσε τη στιγμή, μην την προβάρεις για αργότερα, όταν θα ωριμάσεις, όταν θα βλέπεις καθαρότερα. Μας έμαθαν να ζούμε σαν να υπάρχει πάντα αύριο. Είναι σωστό αυτό που νιώθεις σωστό. Αυτό που σε πλάθει, θα σε κάνει να το επιβραβεύσεις ή να το καταραστείς. Και το δεύτερο σημαίνει ότι σε άλλαξε προς το καλύτερο.
Ο εαυτός σου είναι ο μόνος τελικά από τον οποίο δε θα μπορέσεις ποτέ να ξεφύγεις. Τον γνωρίζεις απ' άκρη σ' άκρη, και σε καταλαβαίνει και με κλειστά μάτια. Σε κρίνει και σε συμβουλεύει, σου κλείνει το μάτι γιατί ξέρει κάθε σκέψη και κάθε μικρό σου ψέμμα. Ξεστόμισε ό,τι θες, πάντα θα είναι εκεί.
Τους ανθρώπους μπορεί να μην τους εμπιστεύεσαι, κάνε όμως μια εξαίρεση.
Πίστεψέ με, αυτόν δεν τον θες για εχθρό σου.
Πολύ όμορφο όμως... Έχω μία αντίρρηση σε όλα αυτά... Δεν πιστεύω ότι ξέρει καθένας τον εαυτό του από άκρη σ' άκρη! Κάθε άλλο θα έλεγα! Ίσως να είναι ο πιο γνωστός άγνωστος. Σαν τους κουκουλοφόρους κι αυτός...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό εγώ πώς και δεν το είχα δει... Αnyway, πολύ όμορφο. Και πολύ σωστή στο τέλος... Η τελευταία παράγραφος και ειδικά οι 2 τελευταίες φράσεις χτυπάνε φλέβα.
ΑπάντησηΔιαγραφήευχαριστω !!!! :)
Διαγραφή