Γιατί όσο πιο βαθιά βυθίζεσαι, τόσο δυσκολότερο είναι να ανέβεις και πάλι πάνω.
Κι όπως όλες οι ιστορίες, αυτή εδώ είχε φτιαχτεί για να ειπωθεί.
Γρήγορες μέρες, ατέλειωτα βράδια, ανάκατες σκέψεις πεταμένες σε γυαλιστερές σελίδες, μια αποχή, διαφορετική μουσική, διαφορετικά μάτια, τα πάντα διαφορετικά, ένας μονόλογος και δυο ξένοι.
Με την ελευθερία μου κλείνουμε το μάτι στον καθρέφτη κάθε πρωί, και νιώθω τον ήλιο να με καίει, τον νιώθω κόκκινο κάτω από τα κλειστά μου μάτια όταν ανοίγω τον κόσμο μου.
Λένε πως ό,τι δεν χτυπάει ο ήλιος είναι καμένο από χέρι, και ότι το πλακόστρωτο στα έρημα δρομάκια στην πλάκα ακούγεται σαν πλήκτρα πιάνου κάτω απ' τα πόδια σου -αν τρέξεις.
Περπατώ την ομορφότερη διαδρομή της πόλης σιγομουρμουρίζοντας σκοπούς που έχεις ήδη ξεχάσει, κι ύστερα κάθομαι στο ψηλότερο σημείο και χαζεύω τα λαμπάκια μας που χάνονται στην ομίχλη στο βάθος της φωτισμένης πόλης, τόσο ξεκάθαρα μα τόσο θολά, στο μοναστηράκι της εφηβείας μας και στα αποτσίγαρα στις ταράτσες μετά από τα πάρτι, στις σκηνές μας που ακόμα με κάνουν να χαμογελώ κρυφά, ανεπαίσθητα κάτι άδειες μέρες σαν κι αυτές, ανάμεσα σε όλους, πάντα ημιτελής αλλά πάντα έτοιμη να φύγω.
Πώς ζούμε έτσι αδιάφορα, πώς νιώθω ακόμα τόσο παράφορα.
Είσαι ένα χάος από πανέμορφο τίποτα.
Νιώθω καθαρά την ορμή, τη μουσική να διαπερνά κάθε κύτταρο του κορμιού μου όπως τότε κάθε φορά που κλείνω τα μάτια, ονειρεύομαι και χτυπιέμαι με όση δύναμη μου έχει απομείνει στη μελωδία της, όταν ο ρυθμός κι η ένταση χτυπούν στο κεφάλι μου, στις φλέβες μου, όταν συγχρονίζονται με τα χέρια σου, τα δάχτυλά μου και τους παλμούς μου κι εγώ απλά σε σκέφτομαι, εγώ να σκέφτομαι μόνο εσένα και να σε θέλω τόσο αχόρταγα λες κι αύριο δεν θα ζήσω, λες κι είναι η πρώτη και τελευταία σκέψη που ξέμεινε κι είναι το μόνο που μετράει, λες κι όλος ο κόσμος μας τελειώνει βίαια, απότομα και τελειώνει τώρα, τώρα που αυτός ο έρωτας είναι απόλαυση και απολαμβάνει να με ρουφάει, να με εξαϋλώνει και να με ρίχνει στάχτη στον άνεμο να χορεύω, να στριφογυρίζω άστατα και να ταξιδεύω με άδειο μυαλό, άδεια χέρια, να μην έχω να προσφέρω σε κανέναν τίποτα πέρα απ' τη δική μου παραζάλη και να μη θέλω τίποτα σε αντάλλαγμα, να είμαι ακέραιη παρότι μπερδεμένη όσο ποτέ, μόνο εγώ, εσύ, εγώ κι εσύ και συνάμα το τίποτα, μέχρι ο αέρας να γίνει κενό και να με ρίξει απότομα από ψηλά, να με ξαναενώσει όπως όπως και να με καληνυχτίσει με δυο μισόλογα κι ένα φιλί.
Εννοώ
ναι, βυθίζομαι, αλλά η μουσική είναι υπέροχη.
Εξάλλου ό,τι αρχίζω με πάει κάπου αλλού, κι ό,τι τελειώνω μπάζει από χίλιες μεριές.
Βοήθα με απλά να χαθώ στη δίνη μου, να παραπατήσω, να ζαλιστώ και να πέσω, να τρεκλίσω και να φωνάξω από φόβο, να νιώσω ότι χάνομαι εκεί που μπορώ κι όχι εκεί που θέλω, κι εγώ θα το αφήσω μετέωρο, ελαφρύ όσο το φτερό στον ώμο μου. Kι ίσως κάποτε σ' αυτή την κρύα εποχή σ' ένα απόμερο δρομάκι ή σ' ένα φεγγαρόλουστο αυγουστιάτικο βράδυ, κάπου ανάμεσα στη χρυσαφένια άμμο και στα ήρεμα κύματα που θα χαιδεύουν τα κορμιά μας, τόσο κοντά, να τον βρω τον επίλογο.
Ως τότε θα αφήσω τα άτομα που αγάπησα αλλά δεν γνώρισα ποτέ να μου κρατούν συντροφιά κάτω απ' τ αστέρια
Να με αγγίζουν
Να με κρατάνε ζωντανή και να με φιλούν παθιασμένα και λαίμαργα
Να με καταβροχθίζουν σε κάθε μας ανάσα.